ὑφηγοῦμαι — ὑφηγέομαι go just before pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὑφηγέομαι go just before pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
исповедаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ὁμολογέω) открыто признаю, объявляю;… … Словарь церковнославянского языка
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
προϋφηγούμαι — έομαι, Μ προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑφηγοῦμαι «προπορεύομαι, οδηγώ»] … Dictionary of Greek
υφήγημα — ήματος, τὸ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγία, καθοδήγηση … Dictionary of Greek
υφήγησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑφηγοῡμαι] 1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῑται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.) 2. διδασκαλία 3. ερμηνεία, εξήγηση 4. σύντομη περιγραφή θέματος 5. αφήγηση … Dictionary of Greek
υφηγήτωρ — ορος, ὁ, Μ οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τωρ (πρβλ. κτή τωρ)] … Dictionary of Greek
υφηγεμών — και δωρ. τ. ὑφαγεμών, όνος, ὁ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
υφηγεσία — η, Ν το λειτούργημα τού υφηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υφηγητήρ — ῆρος, ὁ, Α οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek