υφηγούμαι

υφηγούμαι
-έομαι, Α [ἡγούμαι]
1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο
2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο
3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τόν καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.)
4. διδάσκω κάποιον
5. περιγράφω («ὑφηγεῑσθαι τὸν γόνον», Διον. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑφηγοῦμαι — ὑφηγέομαι go just before pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ὑφηγέομαι go just before pres ind mid 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • исповедаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  глаг. (греч. ὁμολογέω) открыто признаю, объявляю;… …   Словарь церковнославянского языка

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • προϋφηγούμαι — έομαι, Μ προπορεύομαι, δείχνω το δρόμο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑφηγοῦμαι «προπορεύομαι, οδηγώ»] …   Dictionary of Greek

  • υφήγημα — ήματος, τὸ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγία, καθοδήγηση …   Dictionary of Greek

  • υφήγησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑφηγοῡμαι] 1. οδηγία, καθοδήγηση («περιοικεῑται δὲ πόλεσιν Ἑλληνίσι κατά τὴν ὑφήγησιν τὴν Ἀλεξάνδρου», Πολ.) 2. διδασκαλία 3. ερμηνεία, εξήγηση 4. σύντομη περιγραφή θέματος 5. αφήγηση …   Dictionary of Greek

  • υφηγήτωρ — ορος, ὁ, Μ οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τωρ (πρβλ. κτή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • υφηγεμών — και δωρ. τ. ὑφαγεμών, όνος, ὁ, Α [ὑφηγοῡμαι] οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • υφηγεσία — η, Ν το λειτούργημα τού υφηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υφηγητήρ — ῆρος, ὁ, Α οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”